Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κούταρον
κουφεία
κουφηγός
κουφίζω
κούφισις
κούφισμα
κουφισμός
κουφιστήρ
κουφιστικός
κουφολιθος
κουφολογέω
κουφολογία
κουφολόγος
κουφόνοος
κουφόπους
κουφόπτερος
κοῦφος
κουφόσκευος
κουφοτέλεια
κουφότης
κουφοφορέομαι
View word page
κουφολογέω
talk lightly
ShortDef
talk lightly
Debugging
Headword:
κουφολογέω
Headword (normalized):
κουφολογέω
Headword (normalized/stripped):
κουφολογεω
IDX:
50206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50207
Key:
Data
{'content': 'talk lightly'}