Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κουστουμηνᾶτον
κούστωρ
κούταρον
κουφεία
κουφηγός
κουφίζω
κούφισις
κούφισμα
κουφισμός
κουφιστήρ
κουφιστικός
κουφολιθος
κουφολογέω
κουφολογία
κουφολόγος
κουφόνοος
κουφόπους
κουφόπτερος
κοῦφος
κουφόσκευος
κουφοτέλεια
View word page
κουφιστικός
lightening
ShortDef
lightening
Debugging
Headword:
κουφιστικός
Headword (normalized):
κουφιστικός
Headword (normalized/stripped):
κουφιστικος
IDX:
50204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50205
Key:
Data
{'content': 'lightening'}