Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κουρώδης
κουσούλιον
κουστούμηνα
κουστουμηνᾶτον
κούστωρ
κούταρον
κουφεία
κουφηγός
κουφίζω
κούφισις
κούφισμα
κουφισμός
κουφιστήρ
κουφιστικός
κουφολιθος
κουφολογέω
κουφολογία
κουφολόγος
κουφόνοος
κουφόπους
κουφόπτερος
View word page
κούφισμα
lightening, alleviation, relief

ShortDef

lightening, alleviation, relief

Debugging

Headword:
κούφισμα
Headword (normalized):
κούφισμα
Headword (normalized/stripped):
κουφισμα
IDX:
50201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50202
Key:

Data

{'content': 'lightening, alleviation, relief'}