Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κουρούλλιος
κουρσεύω
κούρσωρ
κουρώδης
κουσούλιον
κουστούμηνα
κουστουμηνᾶτον
κούστωρ
κούταρον
κουφεία
κουφηγός
κουφίζω
κούφισις
κούφισμα
κουφισμός
κουφιστήρ
κουφιστικός
κουφολιθος
κουφολογέω
κουφολογία
κουφολόγος
View word page
κουφηγός
one who conveys
ShortDef
one who conveys
Debugging
Headword:
κουφηγός
Headword (normalized):
κουφηγός
Headword (normalized/stripped):
κουφηγος
IDX:
50198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50199
Key:
Data
{'content': 'one who conveys'}