Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κουρίξ
Κούριον
Κούριος
κούριος
κουρίς
Κουρίων
κοῦρμι
κουροβόρος
κουρογονία
κουροθάλεια
κοῦρος
κοῦρος2
κουροσύνη
κουρόσυνος
κουρότερος
κουροτοκέω
κουροτόκος
κουροτροφέω
κουροτρόφος
κουρούλιος
κουρούλλιος
View word page
κοῦρος
[Ep. and Ion. boy > κόρος]

ShortDef

[Ep. and Ion. boy > κόρος]
loppings, twigs stripped from a tree

Debugging

Headword:
κοῦρος
Headword (normalized):
κοῦρος
Headword (normalized/stripped):
κουρος
IDX:
50178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50179
Key:

Data

{'content': '[Ep. and Ion. boy > κόρος]'}