Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κουριεύς
κουρίζω
κουρίζω2
κουρικός
κούριμος
κουρίξ
Κούριον
Κούριος
κούριος
κουρίς
Κουρίων
κοῦρμι
κουροβόρος
κουρογονία
κουροθάλεια
κοῦρος
κοῦρος2
κουροσύνη
κουρόσυνος
κουρότερος
κουροτοκέω
View word page
Κουρίων
Curio

ShortDef

Curio

Debugging

Headword:
Κουρίων
Headword (normalized):
κουρίων
Headword (normalized/stripped):
κουριων
IDX:
50173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50174
Key:

Data

{'content': 'Curio'}