Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κουρητισμός
κουρία
κουρίας
κουριάτιος
κουριάω
κουρίδιος
Κουριεύς
κουρίζω
κουρίζω2
κουρικός
κούριμος
κουρίξ
Κούριον
Κούριος
κούριος
κουρίς
Κουρίων
κοῦρμι
κουροβόρος
κουρογονία
κουροθάλεια
View word page
κούριμος
of, for cutting hair

ShortDef

of, for cutting hair

Debugging

Headword:
κούριμος
Headword (normalized):
κούριμος
Headword (normalized/stripped):
κουριμος
IDX:
50167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50168
Key:

Data

{'content': 'of, for cutting hair'}