Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κουρητικός
Κουρῆτις
κουρητισμός
κουρία
κουρίας
κουριάτιος
κουριάω
κουρίδιος
Κουριεύς
κουρίζω
κουρίζω2
κουρικός
κούριμος
κουρίξ
Κούριον
Κούριος
κούριος
κουρίς
Κουρίων
κοῦρμι
κουροβόρος
View word page
κουρίζω2
clip, shear

ShortDef

to be a youth
clip, shear

Debugging

Headword:
κουρίζω2
Headword (normalized):
κουρίζω
Headword (normalized/stripped):
κουριζω2
IDX:
50165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50166
Key:

Data

{'content': 'clip, shear'}