Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κουρεύσιμος
κουρευτής
κουρήϊος
Κουρῆτες
κούρητες
κουρητικός
Κουρῆτις
κουρητισμός
κουρία
κουρίας
κουριάτιος
κουριάω
κουρίδιος
Κουριεύς
κουρίζω
κουρίζω2
κουρικός
κούριμος
κουρίξ
Κούριον
Κούριος
View word page
κουριάτιος
of the curia, curiata

ShortDef

of the curia, curiata

Debugging

Headword:
κουριάτιος
Headword (normalized):
κουριάτιος
Headword (normalized/stripped):
κουριατιος
IDX:
50160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50161
Key:

Data

{'content': 'of the curia, curiata'}