Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κουρεύομαι
κουρεύς
κουρεύσιμος
κουρευτής
κουρήϊος
Κουρῆτες
κούρητες
κουρητικός
Κουρῆτις
κουρητισμός
κουρία
κουρίας
κουριάτιος
κουριάω
κουρίδιος
Κουριεύς
κουρίζω
κουρίζω2
κουρικός
κούριμος
κουρίξ
View word page
κουρία
curia

ShortDef

curia

Debugging

Headword:
κουρία
Headword (normalized):
κουρία
Headword (normalized/stripped):
κουρια
IDX:
50158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50159
Key:

Data

{'content': 'curia'}