Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κουρβών
κουρεακός
κουρεῖον
κουρεύομαι
κουρεύς
κουρεύσιμος
κουρευτής
κουρήϊος
Κουρῆτες
κούρητες
κουρητικός
Κουρῆτις
κουρητισμός
κουρία
κουρίας
κουριάτιος
κουριάω
κουρίδιος
Κουριεύς
κουρίζω
κουρίζω2
View word page
κουρητικός
of or concerning the Κουρῆτες
ShortDef
of or concerning the Κουρῆτες
Debugging
Headword:
κουρητικός
Headword (normalized):
κουρητικός
Headword (normalized/stripped):
κουρητικος
IDX:
50155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50156
Key:
Data
{'content': 'of or concerning the Κουρῆτες'}