Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κουράς
κουράτωρ
Κουραφροδίτη
κούρβα
κουρβών
κουρεακός
κουρεῖον
κουρεύομαι
κουρεύς
κουρεύσιμος
κουρευτής
κουρήϊος
Κουρῆτες
κούρητες
κουρητικός
Κουρῆτις
κουρητισμός
κουρία
κουρίας
κουριάτιος
κουριάω
View word page
κουρευτής
barber

ShortDef

barber

Debugging

Headword:
κουρευτής
Headword (normalized):
κουρευτής
Headword (normalized/stripped):
κουρευτης
IDX:
50151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50152
Key:

Data

{'content': 'barber'}