Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κούνεοι
κουρά
κουράς
κουράτωρ
Κουραφροδίτη
κούρβα
κουρβών
κουρεακός
κουρεῖον
κουρεύομαι
κουρεύς
κουρεύσιμος
κουρευτής
κουρήϊος
Κουρῆτες
κούρητες
κουρητικός
Κουρῆτις
κουρητισμός
κουρία
κουρίας
View word page
κουρεύς
a barber, hair-cutter

ShortDef

a barber, hair-cutter

Debugging

Headword:
κουρεύς
Headword (normalized):
κουρεύς
Headword (normalized/stripped):
κουρευς
IDX:
50149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50150
Key:

Data

{'content': 'a barber, hair-cutter'}