Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κούκινος
κουκιοφόρος
κούκκουμα
κουκκούμιον
Κούνεοι
κουρά
κουράς
κουράτωρ
Κουραφροδίτη
κούρβα
κουρβών
κουρεακός
κουρεῖον
κουρεύομαι
κουρεύς
κουρεύσιμος
κουρευτής
κουρήϊος
Κουρῆτες
κούρητες
κουρητικός
View word page
κουρβών
arm

ShortDef

arm

Debugging

Headword:
κουρβών
Headword (normalized):
κουρβών
Headword (normalized/stripped):
κουρβων
IDX:
50145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50146
Key:

Data

{'content': 'arm'}