Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κοτυωρίτης
κουβαρίς
κοῦκι
κούκινος
κουκιοφόρος
κούκκουμα
κουκκούμιον
Κούνεοι
κουρά
κουράς
κουράτωρ
Κουραφροδίτη
κούρβα
κουρβών
κουρεακός
κουρεῖον
κουρεύομαι
κουρεύς
κουρεύσιμος
κουρευτής
κουρήϊος
View word page
κουράτωρ
curator
ShortDef
curator
Debugging
Headword:
κουράτωρ
Headword (normalized):
κουράτωρ
Headword (normalized/stripped):
κουρατωρ
IDX:
50142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50143
Key:
Data
{'content': 'curator'}