Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόττανον
Κόττας
κοττίς
κοττιστής
Κόττος
κόττος
κοτύλη
κοτυληδονώδης
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κοτυλιαῖος
κοτυλίζω
κοτυλίσκιον
κοτυλίσκος
κοτυλισμός
κοτυλιστής
κοτυλοειδής
κοτυλώδης
κοτύλων
Κότυς
Κοτύωρα
View word page
κοτυλιαῖος
holding a κοτύλη

ShortDef

holding a κοτύλη

Debugging

Headword:
κοτυλιαῖος
Headword (normalized):
κοτυλιαῖος
Headword (normalized/stripped):
κοτυλιαιος
IDX:
50121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50122
Key:

Data

{'content': 'holding a κοτύλη'}