Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κότος
κοτταβεῖον
κοτταβίζω
κοτταβικός
κοττάβιον
κοττάβισις
κότταβος
κοττάναθρον
κόττανον
Κόττας
κοττίς
κοττιστής
Κόττος
κόττος
κοτύλη
κοτυληδονώδης
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κοτυλιαῖος
κοτυλίζω
κοτυλίσκιον
View word page
κοττίς
occiput

ShortDef

occiput

Debugging

Headword:
κοττίς
Headword (normalized):
κοττίς
Headword (normalized/stripped):
κοττις
IDX:
50113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50114
Key:

Data

{'content': 'occiput'}