Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοσυβάτας
κοσύμβη
κόσυμβος
κοσυμβωτός
κοτέω
κοτήεις
κοτινάς
κοτινηφόρος
κότινος
κοτινοτράγος
κότος
κοτταβεῖον
κοτταβίζω
κοτταβικός
κοττάβιον
κοττάβισις
κότταβος
κοττάναθρον
κόττανον
Κόττας
κοττίς
View word page
κότος
a grudge, rancour, wrath

ShortDef

a grudge, rancour, wrath

Debugging

Headword:
κότος
Headword (normalized):
κότος
Headword (normalized/stripped):
κοτος
IDX:
50103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50104
Key:

Data

{'content': 'a grudge, rancour, wrath'}