Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄγκος
ἀγκτήρ
ἀγκυλένδετος
ἀγκυλέομαι
ἀγκύλη
ἀγκυλητός
ἀγκυλιδωτός
ἀγκυλίζομαι
ἀγκύλιον
ἀγκυλίς
ἀγκύλλω
ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
View word page
ἀγκύλλω
bend back
ShortDef
bend back
Debugging
Headword:
ἀγκύλλω
Headword (normalized):
ἀγκύλλω
Headword (normalized/stripped):
αγκυλλω
IDX:
500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-501
Key:
Data
{'content': 'bend back'}