Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοσμογραφία
κοσμογράφος
κοσμοδιοικητικός
κοσμοειδής
κοσμοκόμης
κοσμοκράτωρ
κοσμοπλαστέω
κοσμοπλάστης
κοσμοπληθής
κοσμοπλόκος
κοσμοποιέω
κοσμοποίησις
κοσμοποιητής
κοσμοποιητικός
κοσμοποιία
κοσμοποιός
κοσμοπολίτης
κοσμοπρεπής
κόσμος
κοσμοσάνδαλον
κοσμοτρόφος
View word page
κοσμοποιέω
make the world

ShortDef

make the world

Debugging

Headword:
κοσμοποιέω
Headword (normalized):
κοσμοποιέω
Headword (normalized/stripped):
κοσμοποιεω
IDX:
50066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50067
Key:

Data

{'content': 'make the world'}