Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοσμητεύω
κοσμητήρ
κοσμητήριον
κοσμητής
κοσμητικός
κοσμητός
κόσμητρον
κοσμήτωρ
κοσμιαῖος
κοσμίδιον
κοσμίζω
κοσμικός
κόσμιον
κόσμιος
κοσμιότης
κοσμογονία
κοσμογραφία
κοσμογράφος
κοσμοδιοικητικός
κοσμοειδής
κοσμοκόμης
View word page
κοσμίζω
clean
ShortDef
clean
Debugging
Headword:
κοσμίζω
Headword (normalized):
κοσμίζω
Headword (normalized/stripped):
κοσμιζω
IDX:
50050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50051
Key:
Data
{'content': 'clean'}