Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοσμητεία
κοσμήτειρα
κοσμητέον
κοσμητεύω
κοσμητήρ
κοσμητήριον
κοσμητής
κοσμητικός
κοσμητός
κόσμητρον
κοσμήτωρ
κοσμιαῖος
κοσμίδιον
κοσμίζω
κοσμικός
κόσμιον
κόσμιος
κοσμιότης
κοσμογονία
κοσμογραφία
κοσμογράφος
View word page
κοσμήτωρ
one who marshals an army, a commander
ShortDef
one who marshals an army, a commander
Debugging
Headword:
κοσμήτωρ
Headword (normalized):
κοσμήτωρ
Headword (normalized/stripped):
κοσμητωρ
IDX:
50047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50048
Key:
Data
{'content': 'one who marshals an army, a commander'}