Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοσμέω
κόσμημα
κόσμησις
κοσμητεία
κοσμήτειρα
κοσμητέον
κοσμητεύω
κοσμητήρ
κοσμητήριον
κοσμητής
κοσμητικός
κοσμητός
κόσμητρον
κοσμήτωρ
κοσμιαῖος
κοσμίδιον
κοσμίζω
κοσμικός
κόσμιον
κόσμιος
κοσμιότης
View word page
κοσμητικός
skilled in arranging

ShortDef

skilled in arranging

Debugging

Headword:
κοσμητικός
Headword (normalized):
κοσμητικός
Headword (normalized/stripped):
κοσμητικος
IDX:
50044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50045
Key:

Data

{'content': 'skilled in arranging'}