Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοσκινοπώλης
κοσκινοράφος
κοσκίνωμα
κοσκυλμάτια
Κοσκώνιος
κοσμαγός
κοσμαῖα
κοσμάρχης
κοσμέω
κόσμημα
κόσμησις
κοσμητεία
κοσμήτειρα
κοσμητέον
κοσμητεύω
κοσμητήρ
κοσμητήριον
κοσμητής
κοσμητικός
κοσμητός
κόσμητρον
View word page
κόσμησις
an ordering, disposition, arrangement, adornment
ShortDef
an ordering, disposition, arrangement, adornment
Debugging
Headword:
κόσμησις
Headword (normalized):
κόσμησις
Headword (normalized/stripped):
κοσμησις
IDX:
50036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50037
Key:
Data
{'content': 'an ordering, disposition, arrangement, adornment'}