Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοσκινοποιός
κοσκινοπώλης
κοσκινοράφος
κοσκίνωμα
κοσκυλμάτια
Κοσκώνιος
κοσμαγός
κοσμαῖα
κοσμάρχης
κοσμέω
κόσμημα
κόσμησις
κοσμητεία
κοσμήτειρα
κοσμητέον
κοσμητεύω
κοσμητήρ
κοσμητήριον
κοσμητής
κοσμητικός
κοσμητός
View word page
κόσμημα
an ornament, decoration

ShortDef

an ornament, decoration

Debugging

Headword:
κόσμημα
Headword (normalized):
κόσμημα
Headword (normalized/stripped):
κοσμημα
IDX:
50035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50036
Key:

Data

{'content': 'an ornament, decoration'}