Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοσκινευτής
κοσκινευτικόν
κοσκινεύω
κοσκινηδόν
κοσκινίζω
κοσκίνισις
κοσκινόμαντις
κόσκινον
κοσκινοποιός
κοσκινοπώλης
κοσκινοράφος
κοσκίνωμα
κοσκυλμάτια
Κοσκώνιος
κοσμαγός
κοσμαῖα
κοσμάρχης
κοσμέω
κόσμημα
κόσμησις
κοσμητεία
View word page
κοσκινοράφος
one who sews (leather) sieves
ShortDef
one who sews (leather) sieves
Debugging
Headword:
κοσκινοράφος
Headword (normalized):
κοσκινοράφος
Headword (normalized/stripped):
κοσκινοραφος
IDX:
50027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50028
Key:
Data
{'content': 'one who sews (leather) sieves'}