Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορωνόν
κορωνοποδώδης
κορωνόπους
Κόρωνος
κορωνός
κοσκινευτήριον
κοσκινευτής
κοσκινευτικόν
κοσκινεύω
κοσκινηδόν
κοσκινίζω
κοσκίνισις
κοσκινόμαντις
κόσκινον
κοσκινοποιός
κοσκινοπώλης
κοσκινοράφος
κοσκίνωμα
κοσκυλμάτια
Κοσκώνιος
κοσμαγός
View word page
κοσκινίζω
thrash, beat
ShortDef
thrash, beat
Debugging
Headword:
κοσκινίζω
Headword (normalized):
κοσκινίζω
Headword (normalized/stripped):
κοσκινιζω
IDX:
50021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50022
Key:
Data
{'content': 'thrash, beat'}