Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορωνισταί
κορωνοβόλος
κορωνόν
κορωνοποδώδης
κορωνόπους
Κόρωνος
κορωνός
κοσκινευτήριον
κοσκινευτής
κοσκινευτικόν
κοσκινεύω
κοσκινηδόν
κοσκινίζω
κοσκίνισις
κοσκινόμαντις
κόσκινον
κοσκινοποιός
κοσκινοπώλης
κοσκινοράφος
κοσκίνωμα
κοσκυλμάτια
View word page
κοσκινεύω
sift

ShortDef

sift

Debugging

Headword:
κοσκινεύω
Headword (normalized):
κοσκινεύω
Headword (normalized/stripped):
κοσκινευω
IDX:
50019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50020
Key:

Data

{'content': 'sift'}