Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορωνίς
κορώνισμα
κορωνισταί
κορωνοβόλος
κορωνόν
κορωνοποδώδης
κορωνόπους
Κόρωνος
κορωνός
κοσκινευτήριον
κοσκινευτής
κοσκινευτικόν
κοσκινεύω
κοσκινηδόν
κοσκινίζω
κοσκίνισις
κοσκινόμαντις
κόσκινον
κοσκινοποιός
κοσκινοπώλης
κοσκινοράφος
View word page
κοσκινευτής
one who sifts, winnows

ShortDef

one who sifts, winnows

Debugging

Headword:
κοσκινευτής
Headword (normalized):
κοσκινευτής
Headword (normalized/stripped):
κοσκινευτης
IDX:
50017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50018
Key:

Data

{'content': 'one who sifts, winnows'}