Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κορωνίς
κορωνίς
κορώνισμα
κορωνισταί
κορωνοβόλος
κορωνόν
κορωνοποδώδης
κορωνόπους
Κόρωνος
κορωνός
κοσκινευτήριον
κοσκινευτής
κοσκινευτικόν
κοσκινεύω
κοσκινηδόν
κοσκινίζω
κοσκίνισις
κοσκινόμαντις
κόσκινον
κοσκινοποιός
κοσκινοπώλης
View word page
κοσκινευτήριον
winnowing-place

ShortDef

winnowing-place

Debugging

Headword:
κοσκινευτήριον
Headword (normalized):
κοσκινευτήριον
Headword (normalized/stripped):
κοσκινευτηριον
IDX:
50016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50017
Key:

Data

{'content': 'winnowing-place'}