Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορωνίης
κορώνιος
Κορωνίς
κορωνίς
κορώνισμα
κορωνισταί
κορωνοβόλος
κορωνόν
κορωνοποδώδης
κορωνόπους
Κόρωνος
κορωνός
κοσκινευτήριον
κοσκινευτής
κοσκινευτικόν
κοσκινεύω
κοσκινηδόν
κοσκινίζω
κοσκίνισις
κοσκινόμαντις
κόσκινον
View word page
Κόρωνος
Coronus

ShortDef

Coronus

Debugging

Headword:
Κόρωνος
Headword (normalized):
κόρωνος
Headword (normalized/stripped):
κορωνος
IDX:
50014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50015
Key:

Data

{'content': 'Coronus'}