Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορωνιδεύς
κορωνίζω
κορωνίης
κορώνιος
Κορωνίς
κορωνίς
κορώνισμα
κορωνισταί
κορωνοβόλος
κορωνόν
κορωνοποδώδης
κορωνόπους
Κόρωνος
κορωνός
κοσκινευτήριον
κοσκινευτής
κοσκινευτικόν
κοσκινεύω
κοσκινηδόν
κοσκινίζω
κοσκίνισις
View word page
κορωνοποδώδης
like crow's feet

ShortDef

like crow's feet

Debugging

Headword:
κορωνοποδώδης
Headword (normalized):
κορωνοποδώδης
Headword (normalized/stripped):
κορωνοποδωδης
IDX:
50012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50013
Key:

Data

{'content': "like crow's feet"}