Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορύφωσις
κόρχορος
κορχυρέα
κορωλλικός
Κορώνεια
Κορωνειακός
κορωνεκάβη
κορώνεως
κορώνη
κορωνιάω
κορωνιδεύς
κορωνίζω
κορωνίης
κορώνιος
Κορωνίς
κορωνίς
κορώνισμα
κορωνισταί
κορωνοβόλος
κορωνόν
κορωνοποδώδης
View word page
κορωνιδεύς
young crow

ShortDef

young crow

Debugging

Headword:
κορωνιδεύς
Headword (normalized):
κορωνιδεύς
Headword (normalized/stripped):
κορωνιδευς
IDX:
50002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50003
Key:

Data

{'content': 'young crow'}