Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορύφωμα
κορύφωσις
κόρχορος
κορχυρέα
κορωλλικός
Κορώνεια
Κορωνειακός
κορωνεκάβη
κορώνεως
κορώνη
κορωνιάω
κορωνιδεύς
κορωνίζω
κορωνίης
κορώνιος
Κορωνίς
κορωνίς
κορώνισμα
κορωνισταί
κορωνοβόλος
κορωνόν
View word page
κορωνιάω
to arch the neck
ShortDef
to arch the neck
Debugging
Headword:
κορωνιάω
Headword (normalized):
κορωνιάω
Headword (normalized/stripped):
κορωνιαω
IDX:
50001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50002
Key:
Data
{'content': 'to arch the neck'}