Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορυφώδης
κορύφωμα
κορύφωσις
κόρχορος
κορχυρέα
κορωλλικός
Κορώνεια
Κορωνειακός
κορωνεκάβη
κορώνεως
κορώνη
κορωνιάω
κορωνιδεύς
κορωνίζω
κορωνίης
κορώνιος
Κορωνίς
κορωνίς
κορώνισμα
κορωνισταί
κορωνοβόλος
View word page
κορώνη
sea-crow; door handle, tip of a bow

ShortDef

sea-crow; door handle, tip of a bow

Debugging

Headword:
κορώνη
Headword (normalized):
κορώνη
Headword (normalized/stripped):
κορωνη
IDX:
50000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50001
Key:

Data

{'content': 'sea-crow; door handle, tip of a bow'}