Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κορυφάσιον
κορυφή
κορυφήνδε
κορυφιστής
κορυφόω
κορυφώδης
κορύφωμα
κορύφωσις
κόρχορος
κορχυρέα
κορωλλικός
Κορώνεια
Κορωνειακός
κορωνεκάβη
κορώνεως
κορώνη
κορωνιάω
κορωνιδεύς
κορωνίζω
κορωνίης
κορώνιος
View word page
κορωλλικός
made of coral
ShortDef
made of coral
Debugging
Headword:
κορωλλικός
Headword (normalized):
κορωλλικός
Headword (normalized/stripped):
κορωλλικος
IDX:
49995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49996
Key:
Data
{'content': 'made of coral'}