Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορυφαῖον
κορυφαῖος
κορυφαιότης
κορυφάς
Κορυφάσιον
κορυφή
κορυφήνδε
κορυφιστής
κορυφόω
κορυφώδης
κορύφωμα
κορύφωσις
κόρχορος
κορχυρέα
κορωλλικός
Κορώνεια
Κορωνειακός
κορωνεκάβη
κορώνεως
κορώνη
κορωνιάω
View word page
κορύφωμα
top, summit
ShortDef
top, summit
Debugging
Headword:
κορύφωμα
Headword (normalized):
κορύφωμα
Headword (normalized/stripped):
κορυφωμα
IDX:
49991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49992
Key:
Data
{'content': 'top, summit'}