Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορυφαία
κορυφαῖον
κορυφαῖος
κορυφαιότης
κορυφάς
Κορυφάσιον
κορυφή
κορυφήνδε
κορυφιστής
κορυφόω
κορυφώδης
κορύφωμα
κορύφωσις
κόρχορος
κορχυρέα
κορωλλικός
Κορώνεια
Κορωνειακός
κορωνεκάβη
κορώνεως
κορώνη
View word page
κορυφώδης
peaked, pointed

ShortDef

peaked, pointed

Debugging

Headword:
κορυφώδης
Headword (normalized):
κορυφώδης
Headword (normalized/stripped):
κορυφωδης
IDX:
49990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49991
Key:

Data

{'content': 'peaked, pointed'}