Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορυφαγενής
κορυφαία
κορυφαῖον
κορυφαῖος
κορυφαιότης
κορυφάς
Κορυφάσιον
κορυφή
κορυφήνδε
κορυφιστής
κορυφόω
κορυφώδης
κορύφωμα
κορύφωσις
κόρχορος
κορχυρέα
κορωλλικός
Κορώνεια
Κορωνειακός
κορωνεκάβη
κορώνεως
View word page
κορυφόω
to bring to a head
ShortDef
to bring to a head
Debugging
Headword:
κορυφόω
Headword (normalized):
κορυφόω
Headword (normalized/stripped):
κορυφοω
IDX:
49989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49990
Key:
Data
{'content': 'to bring to a head'}