Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορυφά
κορυφαγενής
κορυφαία
κορυφαῖον
κορυφαῖος
κορυφαιότης
κορυφάς
Κορυφάσιον
κορυφή
κορυφήνδε
κορυφιστής
κορυφόω
κορυφώδης
κορύφωμα
κορύφωσις
κόρχορος
κορχυρέα
κορωλλικός
Κορώνεια
Κορωνειακός
κορωνεκάβη
View word page
κορυφιστής
fillet

ShortDef

fillet

Debugging

Headword:
κορυφιστής
Headword (normalized):
κορυφιστής
Headword (normalized/stripped):
κορυφιστης
IDX:
49988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49989
Key:

Data

{'content': 'fillet'}