Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορυστός
κορυφά
κορυφαγενής
κορυφαία
κορυφαῖον
κορυφαῖος
κορυφαιότης
κορυφάς
Κορυφάσιον
κορυφή
κορυφήνδε
κορυφιστής
κορυφόω
κορυφώδης
κορύφωμα
κορύφωσις
κόρχορος
κορχυρέα
κορωλλικός
Κορώνεια
Κορωνειακός
View word page
κορυφήνδε
to the top

ShortDef

to the top

Debugging

Headword:
κορυφήνδε
Headword (normalized):
κορυφήνδε
Headword (normalized/stripped):
κορυφηνδε
IDX:
49987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49988
Key:

Data

{'content': 'to the top'}