Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορύσσω
κορυστής
κορυστός
κορυφά
κορυφαγενής
κορυφαία
κορυφαῖον
κορυφαῖος
κορυφαιότης
κορυφάς
Κορυφάσιον
κορυφή
κορυφήνδε
κορυφιστής
κορυφόω
κορυφώδης
κορύφωμα
κορύφωσις
κόρχορος
κορχυρέα
κορωλλικός
View word page
Κορυφάσιον
Coryphasium
ShortDef
Coryphasium
Debugging
Headword:
Κορυφάσιον
Headword (normalized):
κορυφάσιον
Headword (normalized/stripped):
κορυφασιον
IDX:
49985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49986
Key:
Data
{'content': 'Coryphasium'}