Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορύπτω
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυστός
κορυφά
κορυφαγενής
κορυφαία
κορυφαῖον
κορυφαῖος
κορυφαιότης
κορυφάς
Κορυφάσιον
κορυφή
κορυφήνδε
κορυφιστής
κορυφόω
κορυφώδης
κορύφωμα
κορύφωσις
κόρχορος
View word page
κορυφαιότης
headship, supremacy

ShortDef

headship, supremacy

Debugging

Headword:
κορυφαιότης
Headword (normalized):
κορυφαιότης
Headword (normalized/stripped):
κορυφαιοτης
IDX:
49983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49984
Key:

Data

{'content': 'headship, supremacy'}