Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορυνιόεις
κορυνώδης
κορυπτίλος
κορύπτω
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυστός
κορυφά
κορυφαγενής
κορυφαία
κορυφαῖον
κορυφαῖος
κορυφαιότης
κορυφάς
Κορυφάσιον
κορυφή
κορυφήνδε
κορυφιστής
κορυφόω
κορυφώδης
View word page
κορυφαία
the head-stall of a bridle

ShortDef

the head-stall of a bridle

Debugging

Headword:
κορυφαία
Headword (normalized):
κορυφαία
Headword (normalized/stripped):
κορυφαια
IDX:
49980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49981
Key:

Data

{'content': 'the head-stall of a bridle'}