Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορυνήτης
κορυνηφόρος
κορυνθεύς
κόρυνθος
κορυνιόεις
κορυνώδης
κορυπτίλος
κορύπτω
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυστός
κορυφά
κορυφαγενής
κορυφαία
κορυφαῖον
κορυφαῖος
κορυφαιότης
κορυφάς
Κορυφάσιον
κορυφή
View word page
κορυστής
a helmed man, an armed warrior
ShortDef
a helmed man, an armed warrior
Debugging
Headword:
κορυστής
Headword (normalized):
κορυστής
Headword (normalized/stripped):
κορυστης
IDX:
49976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49977
Key:
Data
{'content': 'a helmed man, an armed warrior'}