Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορύνη
κορύνησις
κορυνήτης
κορυνηφόρος
κορυνθεύς
κόρυνθος
κορυνιόεις
κορυνώδης
κορυπτίλος
κορύπτω
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυστός
κορυφά
κορυφαγενής
κορυφαία
κορυφαῖον
κορυφαῖος
κορυφαιότης
κορυφάς
View word page
κόρυς
a helmet, helm, casque

ShortDef

a helmet, helm, casque

Debugging

Headword:
κόρυς
Headword (normalized):
κόρυς
Headword (normalized/stripped):
κορυς
IDX:
49974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49975
Key:

Data

{'content': 'a helmet, helm, casque'}