Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόρυμνα
κορύνα
κορυνάω
κορύνη
κορύνησις
κορυνήτης
κορυνηφόρος
κορυνθεύς
κόρυνθος
κορυνιόεις
κορυνώδης
κορυπτίλος
κορύπτω
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυστός
κορυφά
κορυφαγενής
κορυφαία
κορυφαῖον
View word page
κορυνώδης
knobby
ShortDef
knobby
Debugging
Headword:
κορυνώδης
Headword (normalized):
κορυνώδης
Headword (normalized/stripped):
κορυνωδης
IDX:
49971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49972
Key:
Data
{'content': 'knobby'}