Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόρυμβος
κορυμβοφόρος
κόρυμνα
κορύνα
κορυνάω
κορύνη
κορύνησις
κορυνήτης
κορυνηφόρος
κορυνθεύς
κόρυνθος
κορυνιόεις
κορυνώδης
κορυπτίλος
κορύπτω
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυστός
κορυφά
κορυφαγενής
View word page
κόρυνθος
cake

ShortDef

cake

Debugging

Headword:
κόρυνθος
Headword (normalized):
κόρυνθος
Headword (normalized/stripped):
κορυνθος
IDX:
49969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49970
Key:

Data

{'content': 'cake'}