Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορυμβόομαι
κόρυμβος
κορυμβοφόρος
κόρυμνα
κορύνα
κορυνάω
κορύνη
κορύνησις
κορυνήτης
κορυνηφόρος
κορυνθεύς
κόρυνθος
κορυνιόεις
κορυνώδης
κορυπτίλος
κορύπτω
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυστός
κορυφά
View word page
κορυνθεύς
basket
ShortDef
basket
Debugging
Headword:
κορυνθεύς
Headword (normalized):
κορυνθεύς
Headword (normalized/stripped):
κορυνθευς
IDX:
49968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49969
Key:
Data
{'content': 'basket'}