Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
κορυθαίολος
κόρυθος
κορυμβάς
κορυμβίας
κορυμβοειδής
κορυμβόομαι
κόρυμβος
κορυμβοφόρος
κόρυμνα
κορύνα
κορυνάω
κορύνη
κορύνησις
κορυνήτης
κορυνηφόρος
κορυνθεύς
κόρυνθος
κορυνιόεις
κορυνώδης
View word page
κόρυμνα
necklace

ShortDef

necklace

Debugging

Headword:
κόρυμνα
Headword (normalized):
κόρυμνα
Headword (normalized/stripped):
κορυμνα
IDX:
49961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49962
Key:

Data

{'content': 'necklace'}